- σιτοδότης
- ο, ΝΜΑνεοελλ.αυτός που μοιράζει σιτάρι δωρεάνμσν.-αρχ.αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες τής τροφής τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, τροφο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτοδότης — σῑτοδότης , σιτοδότης furnisher of corn masc nom sg σῑτοδότης , σιτοδοτέω furnish corn imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
да˫атель — ДА˫АТЕЛ|Ь (5*), Ѧ с. Даватель, дающий: и пшеници да˫атель намъ. (ὁ... σιτοδότης) ГБ XIV, 158а; б҃а жажюще. и просѩще кормлѩ… е˫а же да˫атель ѡнъ и зѣло б҃атъ ѹбогъ сыи зѣло і непостиженъ. (σιτοδότης) Там же, 158г; Иосифъ да˫атель пшеници. по… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σιτοδόται — σῑτοδόται , σιτοδότης furnisher of corn masc nom/voc pl σῑτοδότᾱͅ , σιτοδότης furnisher of corn masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пшеницодавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σιτοδότης, σιτομέτρης) раздающий пшеницу… … Словарь церковнославянского языка
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοδοσία — η, ΝΜΑ, και σιτοδοτ(ε)ία, Α [σιτοδότης] η δωρεάν παροχή σιταριού … Dictionary of Greek
σιτοδοτώ — έω, ΜΑ [σιτοδότης] παρέχω σιτάρι ή άλλα σιτηρά αρχ. εφοδιάζω κάποιον με τρόφιμα … Dictionary of Greek
ՑՈՐԵՆԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0916 Chronological Sequence: Unknown date ա. σιτοδότης . Որ տայ զցորեան. ցորենաբաշխ. *Սրբոյն ներսեսի, որ կենաց հացին էր մեզ ցորենատու. Ճ. ՟Ը … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σιτοδοτῶν — σῑτοδοτῶν , σιτοδότης furnisher of corn masc gen pl σῑτοδοτῶν , σιτοδοτέω furnish corn pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτοδότην — σῑτοδότην , σιτοδότης furnisher of corn masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)